δικάσῃ

δικάσῃ
δικάσηι , δίκασις
exercise of the function of a
fem dat sg (epic)
δικάζω
Bis Acc.
aor subj mid 2nd sg
δικάζω
Bis Acc.
aor subj act 3rd sg
δικάζω
Bis Acc.
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίκαση — η (AM δίκασις) [δικάζω] εκδίκαση αρχ. μσν. ποινή, τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”